- αστυγειτονικος
- ἀστυγειτονικόςἀστῠ-γειτονικός3ведущийся с (или между) соседями
(πόλεμος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πόλεμος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αστυγειτονικός — ἀστυγειτονικός, ή, όν (Α) [αστυγείτων] ο σχετικός με τους αστυγείτονες … Dictionary of Greek
ἀστυγειτονικοῖς — ἀστυγειτονικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)